- πεταλοποιός
- ο, Ναυτός που κατασκευάζει πέταλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταλοποιός — ο ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλουργός, πεταλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
πεταλοποιείο — το, Ν εργαστήριο όπου κατασκευάζονται πέταλα για οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πεταλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πεταλουργός — ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλοποιός, πεταλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)